Σούλι,
η αετοφωλιά των ελευθέρων
Μια λαϊκή παράδοση λέει πως πάνω στην αναταραχή – στην έξοδο του Μεσολογγίου, στις 11 Απριλίου 1826 – χάθηκε το παιδί του Κίτσου Τζαβέλα. Ήταν δεν ήταν ακόμη ενός χρονού.
Μετά από καιρό έμαθαν, πως το παιδί δεν σκοτώθηκε. Το είχε πάρει στο αρχοντικό του κάποιος μπέης στα Γιάννενα και το μεγάλωνε.
Τι να κάνει, τώρα, ο πατέρας του ο Κίτσος Τζαβέλας; Πώς να ξαναπάρει κοντά του το παιδί του;
Μια ιδέα του ήρθε. Αν, πάνω στις μάχες, πιάσει αιχμάλωτο κανένα επίσημο Τούρκο, να ζητήσει να τον ανταλλάξει με τον γιό του.
Και δεν άργησε να παρουσιαστεί η ευκαιρία.
Στην περιοχή της Λοκρίδας, ο Τζαβέλας και τα παλικάρια του συνάντησαν ένα εχθρικό ασκέρι. Κι από τις δύο μεριές πολεμούσαν γενναία. Μα να, που σε κάποια στιγμή, τ’ όνειρο του Τζαβέλα γίνεται αλήθεια. Πέφτει στα χέρια του αιχμάλωτος ο μπέης. Δεν χάνει καιρό, τότε, ο Κίτσος.
Αυτόν και τους άλλους αιχμαλώτους με δικούς του ανθρώπους τους στέλνει στα Γιάννενα. Παραγγέλνει στον άρχοντα, ν’ ανταλλάξει τον μπέη αιχμάλωτο με το παιδί του, που κρατάει στο αρχοντικό του. Ακούει ο άρχοντας το μαντάτο και θλίβεται. Δε θέλει να αφήσει το παιδί από κοντά του. Για αυτό, λέει στους απεσταλμένους, ότι δεν είναι βέβαιος, πως το παιδί είναι Τζαβελόπουλο. Οι άνθρωποι όμως του Τζαβέλα δεν υποχωρούσαν τόσο εύκολα, αφού ήξεραν ποια είναι η αλήθεια. Πάνω στην επιμονή τους, τι να κάνει ο άρχοντας; Πρόσταξε ένα δούλο του να του φέρει σ’ ένα δίσκο διάφορα γλυκά και να τ’ αφήσει μπροστά του. Μετά ο ίδιος βγάζει το χατζάρι (σπαθί) και τα κουμπούρια από τη μέση, που τα ‘χε ζωσμένα και τα βάζει πιο πέρα από τον δίσκο.
Οι ξένοι παρακολουθούσαν παραξενεμένοι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν, τι σκοπό έχουν όλα αυτές οι κινήσεις.
Μα δε μένουν για πολύ ακόμα στην απορία.
Ο άρχοντας δίνει διαταγή να φέρουν το Τζαβελόπουλο.
Ο μικρός, που μόλις άρχισε να περπατάει, κάνει με δυσκολία κάποια βήματα και μετά πέφτει. Ανασηκώνεται και μπουσουλώντας ρίχνει ματιές γύρω του. Βλέπει ξένους. Μα δεν τα χάνει. Κι ας είναι τόσο μικρός. Γρήγορα μετά, προσπερνάει τον δίσκο με τα γλυκά, σαν να μην του έκαναν εντύπωση και σταματάει, που; Στα κουμπούρια και στο χατζάρι! Αυτά του τράβηξαν την προσοχή. Απλώνει το χεράκι του και γεμάτο περιέργεια προσπαθεί το παιδάκι να τα κρατήσει κοντά του.
Όλοι απόμειναν βουβοί.
Τότε ο άρχοντας, νικημένος, είπε:
- Στ ‘αλήθεια είναι Τζαβέλας.
και έδωσε το παιδί να το φέρουν στον πατέρα του!
Με τέτοιες λεβεντογενιές πάλεψε και νίκησε τους λογής-λογής εχθρούς η μάνα Ελλάδα. Αφού στον καιρό της μάχης ακόμη και… τα νήπια, τ άρματα αναζητούσαν!
Ο Αλή-πασάς παίρνει την απόφαση να εξοντώσει το Σούλι. Μεταχειρίζεται το γνωστό του μέσο: τη δολιότητα∙ κι έτσι κατορθώνει να αιχμαλωτίσει τον καπετάν-Λάμπρο Τζαβέλα με 70 παλικάρια και τον Φώτο, το γιο του καπετάν-Λάμπρου.
Ο Αλής προτείνει στον Λάμπρο να πάει στο Σούλι και να διαπραγματευτεί με τους Σουλιώτες την παράδοση της περιοχής κρατώντας ως όμηρο το γιο του. Ανταμοιβή γι’ αυτή του την πράξη, θα ήταν χρήματα, αξιώματα, η απελευθέρωση των πολεμιστών του και κυρίως του γιου του….
Φτάνοντας ο Λάμπρος στο Σούλι, παρακινεί τους Σουλιώτες να συνεχίσουν να αντιστέκονται και από εκεί στέλνει στον Αλή-πασά επιστολή, μνημείο ηρωισμού και φιλοπατρίας...
«Αλή πασά,
είμ’ εδώ, να διαφεντεύσω την Πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέπτην σαν κι εσένα. Κάποιοι θα πουν ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας, με το να θυσιάσω τον υιόν μου για τον δικόν μου λυτρωμό.
… εάν ο υιός μου, νέος καθώς είναι, δεν μένη ευχαριστημένος ν’ αποθάνη δια την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήση και να γνωρίζεται ως υιός μου. Προχώρησε λοιπόν άπιστε, είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ.
Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου,
Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλας»
Η σφοδρή επίθεση του Αλή εξαπολύεται τον Ιούλιο του 1792 και καταλήγει σε πανωλεθρία. Οι Τούρκοι υποχωρούν με σοβαρές απώλειες. Ο Αλή-Πασάς υπογράφει ειρήνη με τους Σουλιώτες κι ένας από τους όρους είναι η απελευθέρωση των αιχμαλώτων, ανάμεσα τους και ο Φώτος, ο γιος του καπετάν-Λάμπρου.
Σούλι,
η αετοφωλιά
των ελευθέρων
Μια λαϊκή παράδοση λέει πως πάνω στην αναταραχή – στην έξοδο του Μεσολογγίου, στις 11 Απριλίου 1826 – χάθηκε το παιδί του Κίτσου Τζαβέλα. Ήταν δεν ήταν ακόμη ενός χρονού.
Μετά από καιρό έμαθαν, πως το παιδί δεν σκοτώθηκε. Το είχε πάρει στο αρχοντικό του κάποιος μπέης στα Γιάννενα και το μεγάλωνε.
Τι να κάνει, τώρα, ο πατέρας του ο Κίτσος Τζαβέλας; Πώς να ξαναπάρει κοντά του το παιδί του;
Μια ιδέα του ήρθε. Αν, πάνω στις μάχες, πιάσει αιχμάλωτο κανένα επίσημο Τούρκο, να ζητήσει να τον ανταλλάξει με τον γιό του.
Και δεν άργησε να παρουσιαστεί η ευκαιρία.
Στην περιοχή της Λοκρίδας, ο Τζαβέλας και τα παλικάρια του συνάντησαν ένα εχθρικό ασκέρι. Κι από τις δύο μεριές πολεμούσαν γενναία. Μα να, που σε κάποια στιγμή, τ’ όνειρο του Τζαβέλα γίνεται αλήθεια. Πέφτει στα χέρια του αιχμάλωτος ο μπέης. Δεν χάνει καιρό, τότε, ο Κίτσος.
Αυτόν και τους άλλους αιχμαλώτους με δικούς του ανθρώπους τους στέλνει στα Γιάννενα. Παραγγέλνει στον άρχοντα, ν’ ανταλλάξει τον μπέη αιχμάλωτο με το παιδί του, που κρατάει στο αρχοντικό του. Ακούει ο άρχοντας το μαντάτο και θλίβεται. Δε θέλει να αφήσει το παιδί από κοντά του. Για αυτό, λέει στους απεσταλμένους, ότι δεν είναι βέβαιος, πως το παιδί είναι Τζαβελόπουλο. Οι άνθρωποι όμως του Τζαβέλα δεν υποχωρούσαν τόσο εύκολα, αφού ήξεραν ποια είναι η αλήθεια. Πάνω στην επιμονή τους, τι να κάνει ο άρχοντας; Πρόσταξε ένα δούλο του να του φέρει σ’ ένα δίσκο διάφορα γλυκά και να τ’ αφήσει μπροστά του. Μετά ο ίδιος βγάζει το χατζάρι (σπαθί) και τα κουμπούρια από τη μέση, που τα ‘χε ζωσμένα και τα βάζει πιο πέρα από τον δίσκο.
Οι ξένοι παρακολουθούσαν παραξενεμένοι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν, τι σκοπό έχουν όλα αυτές οι κινήσεις.
Μα δε μένουν για πολύ ακόμα στην απορία.
Ο άρχοντας δίνει διαταγή να φέρουν το Τζαβελόπουλο.
Ο μικρός, που μόλις άρχισε να περπατάει, κάνει με δυσκολία κάποια βήματα και μετά πέφτει. Ανασηκώνεται και μπουσουλώντας ρίχνει ματιές γύρω του. Βλέπει ξένους. Μα δεν τα χάνει. Κι ας είναι τόσο μικρός. Γρήγορα μετά, προσπερνάει τον δίσκο με τα γλυκά, σαν να μην του έκαναν εντύπωση και σταματάει, που; Στα κουμπούρια και στο χατζάρι! Αυτά του τράβηξαν την προσοχή. Απλώνει το χεράκι του και γεμάτο περιέργεια προσπαθεί το παιδάκι να τα κρατήσει κοντά του.
Όλοι απόμειναν βουβοί.
Τότε ο άρχοντας, νικημένος, είπε:
- Στ ‘αλήθεια είναι Τζαβέλας.
και έδωσε το παιδί να το φέρουν στον πατέρα του!
Με τέτοιες λεβεντογενιές πάλεψε και νίκησε τους λογής-λογής εχθρούς η μάνα Ελλάδα. Αφού στον καιρό της μάχης ακόμη και… τα νήπια, τ άρματα αναζητούσαν!
Ο Αλή-πασάς παίρνει την απόφαση να εξοντώσει το Σούλι. Μεταχειρίζεται το γνωστό του μέσο: τη δολιότητα∙ κι έτσι κατορθώνει να αιχμαλωτίσει τον καπετάν-Λάμπρο Τζαβέλα με 70 παλικάρια και τον Φώτο, το γιο του καπετάν-Λάμπρου.
Ο Αλής προτείνει στον Λάμπρο να πάει στο Σούλι και να διαπραγματευτεί με τους Σουλιώτες την παράδοση της περιοχής κρατώντας ως όμηρο το γιο του. Ανταμοιβή γι’ αυτή του την πράξη, θα ήταν χρήματα, αξιώματα, η απελευθέρωση των πολεμιστών του και κυρίως του γιου του….
Φτάνοντας ο Λάμπρος στο Σούλι, παρακινεί τους Σουλιώτες να συνεχίσουν να αντιστέκονται και από εκεί στέλνει στον Αλή-πασά επιστολή, μνημείο ηρωισμού και φιλοπατρίας...
«Αλή πασά,
είμ’ εδώ, να διαφεντεύσω την Πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέπτην σαν κι εσένα. Κάποιοι θα πουν ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας, με το να θυσιάσω τον υιόν μου για τον δικόν μου λυτρωμό.
… εάν ο υιός μου, νέος καθώς είναι, δεν μένη ευχαριστημένος ν’ αποθάνη δια την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήση και να γνωρίζεται ως υιός μου. Προχώρησε λοιπόν άπιστε, είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ.
Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου,
Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλας»
Η σφοδρή επίθεση του Αλή εξαπολύεται τον Ιούλιο του 1792 και καταλήγει σε πανωλεθρία. Οι Τούρκοι υποχωρούν με σοβαρές απώλειες. Ο Αλή-Πασάς υπογράφει ειρήνη με τους Σουλιώτες κι ένας από τους όρους είναι η απελευθέρωση των αιχμαλώτων, ανάμεσα τους και ο Φώτος, ο γιος του καπετάν-Λάμπρου.

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ
Ο αγνός αγωνιστής
Ο αγνός
αγωνιστής
ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ
«Μάνα δεν ξαναγέννησε ήρωα σαν τον Μάρκο. Ο Μάρκος ήτανε τρανός. Είχε νου που δεν τον είχε άλλος. Είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαιη σαν του Χριστού. Ούτε το δάκτυλό του δεν του φτάνουμε.»
Γεώργιος Καραϊσκάκης

Ο ανυποχώρητος
ΑΓΙΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Ο ανυποχώρητος
Φυλακισμένος προσεύχεται γονατιστός στην Παναγία να τον δυναμώνει για να μην λυγίσει.
Κάθε μέρα έρχονται στο στάβλο όμορφα κρέατα χωρίς ψωμί για να αναγκαστεί να φάει. Τίποτε όμως. Ο Ιωάννης λιποθυμά, αλλά μένει ανυποχώρητος.




«Δεν χαρίζω κάστανα»
Η φράση «δεν χαρίζω κάστανα» έρχεται από την Μάνη στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους στην απόρθητη Μάνη ντυμένους ως καστανάδες. Αυτοί για να μαζέψουν πληροφορίες από τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονται οι αρματολοί, άρχισαν να χαρίζουν κάστανα αντί να τα πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν: «Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα», δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε.
Ο χορός του Ζαλόγγου
Την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 1803 περίπου 60 Σουλιώτισσες έπεσαν στον γκρεμό, μαζί με τα παιδιά τους για να μην παραδοθούν στους Τούρκους. «Πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός… Κάθε γύρο που γυρίζαν έπεφτε και μια…» Η Σουλιώτισσα γυναίκα, ελεύθερη και ηθική σε όλη της τη ζωή, προτιμά τον θάνατο από την ατίμωση και τη σκλαβιά. Καλύτερα νεκρή κι ελεύθερη και ηθική στον γκρεμό του Ζαλόγγου, παρά ζωντανή κι ατιμωμένη και σκλάβα!
Στίχοι
Έχε γεια, καημένε κόσμε, (2)
έχε γεια, γλυκιά ζωή. (2)
Κι εσύ, δύστυχη πατρίδα, (2)
έχε γεια παντοτινή. (2)
Έχετε γεια, βρυσούλες,
λόγγοι, βουνά, ραχούλες.
Έχετε γεια, βρυσούλες,
κι εσείς, Σουλιωτοπούλες.
Οι Σουλιώτισσες δε μάθαν, (2)
για να ζούνε μοναχά· (2)
ξέρουνε και να πεθαίνουν, (2)
να μη στέργουν στη σκλαβιά. (2)
Έχετε γεια, βρυσούλες,...
Σαν να παν σε πανηγύρι, (2)
σ' ανθισμένη πασχαλιά, (2)
μες στον Άδη κατεβαίνουν (2)
με τραγούδια, με χαρά. (2)
Έχετε γεια, βρυσούλες,...
Στη στεριά δε ζει το ψάρι (2)
ούτ' ανθός στην αμμουδιά· (2)
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε (2)
δίχως την ελευθεριά. (2)
Έχε γεια, καημένε κόσμε, (2)
έχε γεια, γλυκιά ζωή. (2)
Κι εσύ, δύστυχη πατρίδα, (2)
έχε γεια παντοτινή. (2)
Έχετε γεια, βρυσούλες,
λόγγοι, βουνά, ραχούλες.
Έχετε γεια, βρυσούλες,
κι εσείς, Σουλιωτοπούλες.
Οι Σουλιώτισσες δε μάθαν, (2)
για να ζούνε μοναχά· (2)
ξέρουνε και να πεθαίνουν, (2)
να μη στέργουν στη σκλαβιά. (2)
Έχετε γεια, βρυσούλες,...
Σαν να παν σε πανηγύρι, (2)
σ' ανθισμένη πασχαλιά, (2)
μες στον Άδη κατεβαίνουν (2)
με τραγούδια, με χαρά. (2)
Έχετε γεια, βρυσούλες,...
Στη στεριά δε ζει το ψάρι (2)
ούτ' ανθός στην αμμουδιά· (2)
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε (2)
δίχως την ελευθεριά. (2)

Σκοπός ιστοσελίδας
Με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, η ιστοσελίδα epanastasi1821.online έχει σκοπό να γνωρίσουν οι νέες γενιές την ιστορία της πατρίδας μας και να εμπνευστούν από αυτή. Έχει μονάχα επιμορφωτικό χαρακτήρα και δεν έχει ούτε κερδοσκοπικό ούτε διαφημιστικό σκοπό.
Πνευματικά δικαιώματα
Για τη δημιουργία αυτής της ιστοσελίδας χρησιμοποιήθηκαν εικόνες από διάφορες διαθέσιμες πηγές, μία εκ των οποίων είναι η σειρά βιβλίων «ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΤΟΥ 1821» των εκδόσεων «ΣΤΡΑΤΙΚΗ».
Διατηρούμε την αποκλειστικότητα μόνο των απολύτως δικών μας δημιουργημάτων (κείμενα-εκτέλεση τραγουδιών-δομή).